Posted by Dr. Σκαρτάδος Νικόλαος M.D., Ph. D.
Σύμφωνα με κλινικές μελέτες των τελευταίων χρόνων, διαπιστώνεται ότι η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών των ζευγαριών έχει μειωθεί κατακόρυφα και πολλές φορές περιορίζεται μόνο στην περίοδο των γόνιμων ημερών, γεγονός που από μόνο του δεν «αυξάνει» την πιθανότητα τεκνοποίησης.
Η οικονομική κρίση, το άγχος, αλλά και το στρες που χαρακτηρίζουν πολλά νέα ζευγάρια σήμερα, σε συνδυασμό με την κακή διατροφή και την αποχή από το σεξ, συντείνουν δραματικά στην εμφάνιση αυτών των κρουσμάτων υπογονιμότητας, η οποία είναι «μοιρασμένη» εξίσου και στα δύο φύλα. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται η ουσιαστική συμμετοχή και των δύο συντρόφων στο θεραπευτικό σχήμα που θα ακολουθηθεί..
Να τονίσω ότι το ζευγάρι δεν θα πρέπει να απογοητεύεται από τις πρώτες προσπάθειες τεκνοποίησης, γιατί σύμφωνα με τις έρευνες χρειάζεται τουλάχιστον ένας χρόνος τακτικών, ελεύθερων σεξουαλικών επαφών για τη σύλληψη, η οποία ανέρχεται περίπου στο 20% κατά μήνα ή στο 70% μετά τουλάχιστον ένα έτος τακτικών επαφών».
Εάν παρόλη τη θεραπεία υπογονιμότητας δεν επιτευχθεί το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, τότε η λύση της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι επιβεβλημένη.
Όταν η γυναικεία γονιμότητα φθίνει με την πάροδο του χρόνου. Αυτό σημαίνει όταν η γυναίκα έχει περάσει την ηλικία των 37 χρόνων, τότε είναι κατάλληλη η περίοδος για τη διαδικασία της εξωσωματικής. Μετά την ηλικία των 40 ετών μειώνονται πολύ οι δυνατότητες της γυναίκας να τεκνοποιήσει, λόγω των φτωχών ποιοτικά και ποσοτικά ωαρίων.
Σήμερα η μέθοδος που επικρατεί είναι η μέθοδος της μικρογονιμοποίησης (ICSI) ή ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπερματοζωαρίου. Με τη μέθοδο αυτήν, επιλέγεται ένα σπερματοζωάριο ανάλογα με την μορφολογία και την κινητικότητά του και τοποθετείται μέσα στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου. Η όλη διαδικασία πραγματοποιείται με τη βοήθεια μικροσκοπίου που επιτρέπει μεγάλη μεγέθυνση.
Ορμόνες για τη διέγερση των ωοθηκών, διάρκειας 2 περίπου εβδομάδων, όπου η γυναίκα παρακολουθείται ορμονικά και υπερηχογραφικά για να διαπιστωθεί η ανταπόκριση των ωοθηκών, καθώς και φάρμακα για την αποφυγή της πρόωρης ωοθηλακιορρηξίας. Όταν τα περισσότερα ωοθυλάκια φτάσουν σε κατάλληλο μέγεθος (άνω των 18 χιλιοστών), τότε ακολουθεί η ωοληψία 8-10 ωαρίων, δηλαδή η λήψη των ωαρίων που ωρίμασαν στις ωοθήκες.
Οι πιθανότητες σύλληψης μπορεί να ανέλθουν έως και σε 40% (ένα κέντρο εξωσωματικής γονιμοποίησης, για να θεωρηθεί αξιόπιστο, πρέπει αν έχει ποσοστό επιτυχίας πάνω από 20%). Ωστόσο, οι πιθανότητες επιτυχούς σύλληψης εξαρτώνται από πολλές παραμέτρους, εκ των οποίων η ηλικία της γυναίκας αποτελεί μία από τις πιο βασικές. Οι ειδικοί εξηγούν ότι για μια γυναίκα 30 χρονών το ποσοστό επιτυχίας μπορεί να είναι 40%, αλλά οι πιθανότητες κύησης μετά τα 40 μειώνονται στο 3%.
Η γυναίκα πρέπει να κάνει ορμονικό έλεγχο (FSH, LΗ, οιστραδιόλη, αντιμυλλέρειο ορμόνη, β-ανασταλδίνη κ.λπ.) την τρίτη ημέρα της περιόδου και υστεροσαλπιγγογραφία (ακτινογραφία του εσωτερικού της μήτρας) ανάμεσα στην 8η και 10η ημέρα του κύκλου.
Κατά την 21η με 22η ημέρα του κύκλου γίνεται έλεγχος προγεστερόνης. Ακόμη, καλό είναι να έχει προηγηθεί μια μαστογραφία (αν η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών), καθώς και ο κλασικός βιοχημικός έλεγχος (για την ηπατίτιδα Β, C, VDRL κ.λπ.), που είναι προαπαιτούμενος και για τον άνδρα.
Ο άνδρας πρέπει να κάνει σπερμοδιάγραμμα, που γίνεται μετά από σεξουαλική αποχή 2-3 ημερών. Η εξέταση αυτή αποκαλύπτει αν η ποσότητα και η κινητικότητα του σπέρματος είναι ικανοποιητικές και αν η μορφολογία των σπερματοζωαρίων είναι φυσιολογική. Εάν το σπερμοδιάγραμμα είναι παθολογικό, συνιστάται επανάληψη μετά από 15 ημέρες έως και 3 μήνες.
Έως τέσσερις κύκλοι μέσα σε διάστημα ενός έτους. Όσον αφορά το σύνολο των κύκλων που μια γυναίκα μπορεί να κάνει, δεν υπάρχει ένας προκαθορισμένος αριθμός. Εκτιμάται όμως ότι το 70-80% των γυναικών θα έχουν συλλάβει με επιτυχία μετά από 3-4 κύκλους.
Από την ημέρα που ξεκινά η φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών μέχρι την ωοληψία απαιτούνται 10-14 ημέρες. Την ημέρα της ωοληψίας λαμβάνεται το σπέρμα του συντρόφου, ενώ 2-3 ημέρες μετά την ωοληψία γίνεται η εμβρυομεταφορά.
Η εμβρυομεταφορά γίνεται χωρίς νάρκωση, με τη βοήθεια ενός λεπτού καθετήρα. Δέκα με δώδεκα ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά πραγματοποιείται θα πρέπει η γυναίκα να κάνει τεστ κυήσεως.
Συνήθως μετά από 3-4 μήνες, ανάλογα με τα φάρμακα που έχουν ληφθεί για τη διέγερση των ωοθηκών.
Ο τρόπος του τοκετού εξαρτάται από το ιστορικό της γυναίκας και την πορεία της κύησης. Πάντως η καισαρική προτιμάται στις γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση, για την αντιμετώπιση πιθανών προβλημάτων υγείας ενδεχόμενα από τη μεγαλύτερη ηλικία της γυναίκας που υποβάλλεται σε εξωσωματική.